επικυλικειος

επικυλικειος
    ἐπικυλίκειος
    ἐπι-κῠλίκειος
    2
    произносимый за чашей, застольный
    

(λόγοι Plut.; ἐξηγήσεις Diog.L.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "επικυλικειος" в других словарях:

  • επικυλίκειος — ἐπικυλίκειος και ιος, ον (Α) αυτός που λέγεται ή γίνεται ενώ ετοιμάζεται να πιει κάποιος («ἐπικυλίκειοι λόγοι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < Πρόκειται πιθανότατα για «σύνθετο εκ συναρπαγής» από την έκφραση «επί τής κύλικος (φλυαρείν)»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»